- εντεταμενως
- ἐντεταμένωςἐντετᾰμένως[ἐντείνω] напряженно, усиленно, усердно, изо всех сил
(ἀντέχεσθαι Her.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ἀντέχεσθαι Her.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἐντεταμένως — ἐντείνω stretch perf part mp masc acc pl (doric) ἐντεταμένως vehemently indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εντείνω — (AM ἐντείνω) Ι. 1. τεντώνω, τανύω («εντείνω τη χορδή», «ἱμάντας ἔταμε καὶ ἐνέτεινε τὸν θρόνον») 2. επιτείνω, δυναμώνω («εντείνω τις προσπάθειές μου») 3. διεξάγω με μεγαλύτερη ένταση («εντείνω την πολιορκία», «εντείνεται η κακοκαιρία») αρχ. 1.… … Dictionary of Greek